- φαρμακευτικοῦ
- φαρμακευτικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απήγανος — Πολυετές φυτό με αποξυλωμένη βάση και όψη μικρού θάμνου. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών που περιλαμβάνει είδη κυρίως των θερμών περιοχών, ξυλώδη και με έντονο άρωμα. Αυτοφυής σε ξηρούς πετρώδεις τόπους της μεσογειακής ζώνης, ο α. έχει φύλλα… … Dictionary of Greek
ελμιθόλη — και ελμιτόλη, η εμπορική ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος που περιέχει ένωση κιτρικού οξέος και ουροτροπίνης (χρησιμοποιήθηκε κατά τού αρθριτισμού) … Dictionary of Greek
εμπυροφόρμιο — το ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος από πίσσα και φορμόλη, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για διάφορες δερματικές παθήσεις … Dictionary of Greek
ενεσόλη — η εμπορική ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος που αποτελείται από σαλικυλαρσενικό υδράργυρο … Dictionary of Greek
επίκερας — ἐπίκερας και ἐπικέρας, το (Α) [κέρας] ονομασία φαρμακευτικού φυτού … Dictionary of Greek
επιφαρμακοποιός — ο στρ. αξιωματικός τού φαρμακευτικού σώματος τού στρατού με βαθμό αντίστοιχο με αυτόν τού ταγματάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
ερυθροσίνη — Εμπορική ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που περιέχει ερυθρομυκίνη. Είναι ένωση ανάλογη προς την ηωσίνη και παράγεται με επίδραση ιωδίου σε φλουορεσκεΐνη σε αλκαλικό περιβάλλον. Το άλας της με νάτριο χρησιμοποιείται για τη βαφή του… … Dictionary of Greek
μολύβδαινα — η (Α μολύθδαινα και μολίβδαινα, επικ. τ. μολυβδαίνη) 1. το τεμάχιο μολύβδου που προσδένεται στην άκρη τής ορμιάς για ταχύτερη καταβύθιση στο νερό, η μολυβήθρα 2. η στάθμη τών κτιστών, το μολύβδινο τεμάχιο που δένεται στο άκρο τού νήματος τού… … Dictionary of Greek
νατραλγίνη — η (φαρμ.) εμπορική ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που χρησιμοποιείται ως αντιπυρετικό και αναλγητικό φάρμακο … Dictionary of Greek
νοβαλγίνη — και νοβαλζίνη, η (φαρμ.) κατατεθειμένη ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που περιέχει ως δραστική ουσία ένα παράγωγο τής πυραζολόνης και χρησιμοποιείται ως αναλγητικό, αντιπυρετικό και σπασμολυτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nοvalgine … Dictionary of Greek